Εκατόν ογδόντα χρόνια έχουν περάσει από τις πρώτες δημοτικές εκλογές στην Ελλάδα αλλά η ιστορική έρευνα για τις δημοτικές εκλογές κινείται στη σκιά των αναρίθμητων εργασιών που έχουν γραφεί για τις βουλευτικές εκλογές.
Η βιβλιογραφία είναι σχεδόν μηδενική, αν και πρόκειται για θέμα συναρπαστικού ενδιαφέροντος, στενά δεμένου με την κοινωνική και πολιτική εξέλιξη της χώρας.
Φέτος, αν και χρονιά δημοτικών εκλογών, έχουν μείνει στην πλήρη αφάνεια τα γενέθλια των ελληνικών τοπικών εκλογών. Κλείνουν 180 χρόνια από τότε που στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος στήθηκαν για πρώτη φορά κάλπες από τις οποίες θα αναδεικνύονταν οι πρώτοι δήμαρχοι. Οι πρώτες εκείνες εκλογές δεν είχαν πανελλαδικό χαρακτήρα. Διεξήχθησαν μόνο στην Αργολιδοκορινθία το 1834.
Στο Ναύπλιο ανέλαβε δήμαρχος ο Σπυρίδων Παπαλεξόπουλος, γερουσιαστής από το 1828 που η σύζυγός του Καλλιόπη θα πρωτοστατήσει στο κίνημα για την έξωση του Oθωνα.
Εκλογές σε όλη των επικράτεια διεξάχθηκαν από τις 15 μέχρι τις 29 Μαρτίου του επόμενου χρόνου, όταν στην Αθήνα εξελέγη δήμαρχος ο Ανάργυρος Πετράκης και πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου ο Μακρυγιάννης.
Σε όλους ανεξαιρέτως τους δήμους της χώρας οι δήμαρχοι προέρχονταν από το στρατόπεδο εκείνων που αντιστρατεύονταν τους Βαυαρούς τον Oθωνα. Διαρκής ήταν η σύγκρουσή τους με τη μοναρχική εξουσία και συνεχείς οι διώξεις που υπέστησαν από την κεντρική διοίκηση. Στην Αθήνα απολύθηκε ο Πετράκης πριν κλείσει τρία χρόνια στο αξίωμά του. Oσο για τον δεύτερο δήμαρχο της πρωτεύουσας, τον Δημήτριο Καλλιφρονά, αυτός φυλακίστηκε.
Η οργή που είχε προκαλέσει η αυταρχική εξουσία δεν έσβησε ούτε και με την έξωση του Oθωνα. Στην Εθνοσυνέλευση του 1863 ένας δήμαρχος από την Κέα, κάποιος Σταθόπουλος, προκάλεσε σκάνδαλο χλευάζοντας τους νεκρούς των αντιμοναρχικών εξεγέρσεων. Καθαιρέθηκε με συνοπτικές διαδικασίες και αποπέμφθηκε κακήν κακώς.
Ξεσηκώθηκε ολόκληρη η Αθήνα από την απόλυση του πρώτου δημάρχου της πρωτεύουσας Ανάργυρου Πετράκη τον Ιανουάριο του 1837.
Ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Αντιβασιλείας κόμης Αρμανσμπεργκ είχε πετύχει να καταπνίξει την εξέγερση των Ζέρβα, Μαλάμου και Τσέλιου στην Αιτωλοακαρνανία. Η θέση του φάνηκε στην αρχή να ενισχύεται. Αλλά τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Οι διαμαρτυρίες για τα κατασταλτικά μέτρα φούντωναν, ιδιαίτερα στην Αθήνα. Πρωταγωνιστές ήταν ο Μακρυγιάννης και ο μετέπειτα δήμαρχος Γεώργιος Σκούφος. Ο τελευταίος έγραφε πύρινα άρθρα στην εφημερίδα «Σωτήρ». Ο Αρμανσμπεργκ κίνησε εναντίον του τον δρακόντειο νόμο περί Τύπου.
Γυναίκες ψηφοφόροι στις κάλπες το 1934. Δικαίωμα ψήφου δόθηκε στις κυρίες άνω των 30 ετών που είχαν τελειώσει το Δημοτικό
Σαν να μην έφτανε το κλείσιμο της εφημερίδας, ομάδα μοναρχικών τραμπούκων ξυλοκόπησε άγρια τον Σκούφο μέρα-μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας.
Αυτό έγινε αφετηρία να ζητήσει το Δημοτικό Συμβούλιο της Αθήνας τη συγκρότηση Πολιτοφυλακής που θα προστάτευε τους πολίτες από τις συμμορίες των εγκάθετων. Σ΄ όλη αυτή την κινητοποίηση πρωτοστατούσε ο Μακρυγιάννης. Η Αντιβασιλεία απείλησε ότι θα του απαγγείλει κατηγορία για συνωμοσία, όπως έκανε με τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα που τους καταδίκασε σε θάνατο.
Όταν είδε ότι δεν έπιαναν οι απειλές, άρχισε τα καλοπιάσματα. Ζήτησε από τον Νότη Μπότσαρη να μεσολαβήσει για να μαλακώσει ο στρατηγός. Όμως εκείνος παρέμεινε ανένδοτος. Έστειλε γράμμα στον Οθωνα που εκείνο τον καιρό βρισκόταν στο Μόναχο. Εξιστορούσε τις αυθαιρεσίες εκείνων που είχε αφήσει στο πόδι του. Κατέληγε με την υπόμνηση ότι χρηστή διακυβέρνηση είναι νοητή μόνο με τη θέσπιση και εφαρμογή Συντάγματος.
Τέτοια ήταν η οργή του Αρμανσμπεργκ, που με το Διάταγμα της 15ης Ιανουαρίου 1837 απέλυσε τον δήμαρχο Πετράκη, διέλυσε το Δημοτικό Συμβούλιο και κατέστρεψε τα πρακτικά των συνεδριάσεων. Ο Μακρυγιάννης υποβλήθηκε σε κατ' οίκον περιορισμό και φρουρά εγκαταστάθηκε έξω από το σπίτι του.
Από επαναστάτης, υμνητής του Οθωνα
Μπορεί ο Γεώργιος Σκούφος να έγραφε πύρινα άρθρα κατά της απολυταρχίας τα πρώτα χρόνια της οθωνικής εξουσίας, όμως το 1862 ως δήμαρχος της Αθήνας κρατούσε εντελώς διαφορετική στάση. Στη διάρκεια της επανάστασης του 1862 που οδήγησε στην έξωση του Οθωνα διακρίθηκε για τη σθεναρή υποστήριξη του «νεαρού Βαυαρού Βλάκα», όπως ο Καρλ Μαρξ είχε χαρακτηρίσει τον Οθωνα τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του.
Ο δήμαρχος Σκούφος όχι μόνο υπεραμύνθηκε του στέμματος, αλλά όπλισε και ανθρώπους του για να χτυπήσουν τους εξεγερμένους. Ο κόσμος τον καταδίωξε στους δρόμους της πρωτεύουσας. Ενδεχομένως θα είχε κακό τέλος αν δεν τον έσωζε ο πρεσβευτής των ΗΠΑ Τζοτζ Μέρλιν. Ο Αμερικανός διπλωμάτης οδήγησε τον πανικόβλητο δήμαρχο στον Πειραιά και τον έκρυψε στο γαλλικό πολεμικό «Ζηνοβία». Αφού πέρασαν δυο-τρεις μέρες, ο Σκούφος νόμιζε ότι διέφυγε τον κίνδυνο. Πήρε θάρρος, εγκατέλειψε το καταφύγιό του και άρχισε να ανηφορίζει προς την Αθήνα.
Όμως έγινε αντιληπτός. Τα αποσπάσματα τον συνέλαβαν και τον παρέδωσαν στον Καλλιφρονά, τον «αττικάρχη» της εποχής, που διέταξε να τον κλείσουν στο αμπάρι του «Ελλάς». Εκεί οι ναύτες εφάρμοσαν τους δικούς τους νόμους και επέβαλαν τις ανάλογες ποινές. Τον έδεσαν στο κατάρτι, απ' όπου ο μόνος που τόλμησε να πλησιάσει για να τον λύσει ήταν ο κυβερνήτης του σκάφους, ο Σαχτούρης.
Ο Σκούφος δεν μπορούσε να μείνει πια στην Ελλάδα. Μάζεψε τα πράγματά του και έφυγε στο εξωτερικό.
Δήμαρχος Πειραιά ο αξιωματικός Σκυλίτσης
Τον καιρό των Βαλκανικών Πολέμων δήμαρχος στον Πειραιά ήταν ο Δημοσθένης Ομηρίδης Σκυλίτσης, γόνος παλιάς πειραιώτικης οικογένειας με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Στους προγόνους του συγκαταλέγεται και ο περίφημος χρονικογράφος του 11ου αιώνα Ιωάννης Σκυλίτζης.
Εκτός από δήμαρχος Πειραιά είχε χρηματίσει βουλευτής Αττικής, εκλεγείς το 1890 και το 1905. Ομως η ιδιότητα που δεν έλεγε να αποχωριστεί ήταν εκείνη του αξιωματικού. Το 1878 αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων που τότε έδρευε στον Πειραιά και κατατάχτηκε στο Πυροβολικό με τον βαθμό του ανθυπασπιστή. Ακόμα δεν υπήρχε κώλυμα εκλογιμότητας για τους στρατιωτικούς. Ετσι οι στρατιωτικοί μπορούσαν να πολιτεύονται. Αυτό έκανε και ο Ομηρίδης Σκυλίτσης. Δήμαρχος εκλέχτηκε το 1909 υποστηριζόμενος από το κόμμα του Γεώργιου Θεοτόκη. Συγκέντρωσε 4.552 ψήφους και υπερίσχυσε του Αλέξανδρου Ρετσίνα (3.742 ψήφοι) και του Παύλου Δαμαλά (3.634 ψήφοι).
Οι ψηφοφόροι τον αποκαλούσαν με το παρατσούκλι Τόνγκο. Ο Τόνγκο ήταν ένας ένδοξος Ιάπωνας ναύαρχος που είχε νικήσει τον τσαρικό στόλο στον Ρωσο-ιαπωνικό Πόλεμο του 1904 - 1905.
Με την έκρηξη του Α' Βαλκανικού Πολέμου έσπευσε στα πεδία των μαχών. Υπηρέτησε ως έφεδρος αξιωματικός Πυροβολικού με τον βαθμό του ταγματάρχη. Είχε δώσει το «παρών» και στον πόλεμο του 1897, τον καταστροφικό πόλεμο της Μελούνας. Πήρε μέρος στη μάχη του Βελεστίνου, τη μοναδική νικηφόρα, και τραυματίστηκε στο πόδι.
Το 1934
Ο θρίαμβος και η δίωξη των κόκκινων δημάρχων
Το 1934 ήταν η χρονιά των «κόκκινων δημάρχων». Στις εκλογές της 11ης Φεβρουαρίου εκλέχτηκε δήμαρχος Καβάλας ο 29χρονος καπνεργάτης Μήτσος Παρτσαλίδης, υποστηριζόμενος από το Μέτωπο Εργατών Αγροτών που είχε συγκροτήσει το ΚΚΕ. Στις επαναληπτικές εκλογές της 12ης Μαρτίου εκλέχτηκε και στις Σέρρες δήμαρχος του Μετώπου ο Διονύσης Μενύχτας.
Τα κόκκινα ψηφοδέλτια επικράτησαν επίσης σε Καισαριανή, Ποντοκώμη, Χωριστή, Γιανετζίκ, Τσαρίτσανη, Γιαννούλη, Τσερέπλιανη, Αγίτσα, Δεμερή, Δόγανη, Ρετσάνη, Καρίτσα, Ιμέρμπεη. Σε άλλα 60 Κοινοτικά Συμβούλια εξασφαλίστηκε η συμμετοχή εκπροσώπων από τους μετωπικούς συνδυασμούς.
Στην Αθήνα υποψήφιος ήταν ο Βασίλης Νεφελούδης, αλλά δεν εξελέγη.
Σε ισχύ βρισκόταν το «ιδιώνυμο» και η προεκλογική εκστρατεία ξεδιπλώθηκε σε συνθήκες σκληρής αντιπαράθεσης και συγκρούσεων με παρακρατικές οργανώσεις και αστυνομικές δυνάμεις. Το ίδιο το εκλογικό κέντρο του Νεφελούδη στην πρωτεύουσα έγινε στόχος επιδρομής και για την ανακατάληψή του έγιναν μάχες εκ του συστάδην.
Τον Απρίλη, δύο μόλις μήνες από την εκλογή του, ο Μήτσος Παρτσαλίδης μαζί με τους δημοτικούς συμβούλους του οδηγήθηκε σε δίκη. Το δικαστήριο της Καβάλας καταδίκασε τον πρόεδρο του Δημοτικού Συμβουλίου, τον Δημοσθένη Μακέδο και άλλους τέσσερις δημοτικούς συμβούλους σε δύο χρόνια φυλακή και έναν χρόνο εξορία. Η δημοτική πλειοψηφία μετατράπηκε σε μειοψηφία.
Οι δημοτικοί σύμβουλοι που καταδικάστηκαν σε φυλάκιση έμειναν τελικά κρατούμενοι επί 10 ολόκληρα χρόνια. Το 1942 οι Αρχές του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου τους παρέδωσαν μαζί με τους άλλους πολιτικούς κρατούμενους στις δυνάμεις κατοχής.
Έτσι, οι Δημοσθένης Μακέδος, Γιάννης Ευθυμιάδης, Νικόλας Νεγρεπόντης, και Μπαρμπαλέξης βρέθηκαν την Πρωτομαγιά του 1944 ανάμεσα στους 200 κομμουνιστές που εκτελέστηκαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής.